- ἅμαξα
- телега, повозка
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἁμάξα — ἁμάξᾱ , ἄμαξα frame work fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμαξα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαξα — frame work fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμαξα — ἄμαξα frame work fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
Ἀμάξας — Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem acc pl Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάξας — ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάξας — ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl (attic) ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαξάων — Ἀμαξά̱ων , Ἄμαξα fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)